λιμνόβιος — α, ο αυτός που ζει στη λίμνη ή κοντά σ’ αυτήν: Η ιτιά είναι λιμνόβιο φυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιμνόβιον — λιμνόβιος living in a lake masc/fem acc sg λιμνόβιος living in a lake neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμνοβίου — λιμνόβιος living in a lake masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… … Dictionary of Greek
λιμνοδίαιτος — η, ο λιμνόβιος, λιμναίος, αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε λίμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο δίαιτος, υδρο δίαιτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Χρ. Τσούντα] … Dictionary of Greek